ανδρεία

ανδρεία
Συσσίτια αντρών στην αρχαία Κρήτη. Γίνονταν με σκοπό την κοινή δίαιτα για πλούσιους και φτωχούς. Κατά τη διάρκεια των α. συνήθιζαν να εξυμνούν τα χρηστά ήθη. Απαγορευόταν αυστηρά να μεθούν και όλοι έπιναν από κοινό κρατήρα. Κάθε πόλη είχε ορισμένο χρόνο για τα α. Για τους ξένους υπήρχε ξεχωριστό τραπέζι, η αποκαλούμενη ξενία, καθώς και δωμάτια ύπνου που τα ονόμαζαν κοιμητήρια. Τις δαπάνες για τα α. τις κάλυπταν οι πολίτες, συνεισφέροντας ο καθένας το μερίδιό του στην ομάδα που ανήκε.
* * *
η (AM ἀνδρεία)
η ιδιότητα του ανδρείου, αντρειοσύνη, αντρειά
μσν.
1. ικανότητα, δεξιότητα
2. ανδρική ηλικία, ενηλικίωση
αρχ.
πληθ. aἱ ἀνδρεῑαι
γενναίες πράξεις, κατορθώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανδρείος. Η γραφή της λ. αμφισβητείται. Τα χειρόγραφα παραδίδουν γενικά τ. ανδρία, με τον οποίο συμφωνεί και ο γραμματικός Απολλώνιος ο Δύσκολος. Τόσο όμως η μετρική και η μορφολογία όσο και ο ιων. τ. ανδρίη συντείνουν υπέρ της γραφής με -ει-. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ο τ. επ-ανδρίᾳ ή ευανδρίᾳ (Ευρ. Ηρ. μαιν., στ. 475)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀνδρεία — ἀνδρείᾱ , ἀνδρεία may fem nom/voc/acc dual ἀνδρείᾱ , ἀνδρεία may fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀνδρείᾱ , ἀνδρεῖος of fem nom/voc/acc dual ἀνδρείᾱ , ἀνδρεῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρείᾳ — ἀνδρείᾱͅ , ἀνδρεία may fem dat sg (attic doric aeolic) ἀνδρείᾱͅ , ἀνδρεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρεῖα — of neut nom/voc/acc pl ἀνδρεῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανδρεία — η παλικαριά: Η ανδρεία δε δείχνεται μονάχα στον πόλεμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνδρείας — ἀνδρείᾱς , ἀνδρεία may fem acc pl ἀνδρείᾱς , ἀνδρεία may fem gen sg (attic doric aeolic) ἀνδρείᾱς , ἀνδρεῖος of fem acc pl ἀνδρείᾱς , ἀνδρεῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀνδρείαι — ἀνδρείᾱͅ , ἀνδρεία may fem dat sg (attic doric aeolic) ἀνδρείᾱͅ , ἀνδρεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀνδρεῖα — ἀνδρεῖα , ἀνδρεῖα of neut nom/voc/acc pl ἀνδρεῖα , ἀνδρεῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρείαι — ἀνδρείᾱͅ , ἀνδρεία may fem dat sg (attic doric aeolic) ἀνδρείᾱͅ , ἀνδρεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρείαν — ἀνδρείᾱν , ἀνδρεία may fem acc sg (attic doric aeolic) ἀνδρείᾱν , ἀνδρεῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρίαι — ἀνδρεία may fem nom/voc pl ἀνδρίᾱͅ , ἀνδρεία may fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”